- λαθαίνω
- (Μ λαθαίνω)βλ. λανθάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
λάθασμα — λάθασμα, τὸ (Μ) ακούσιο σφάλμα, λάθος από άγνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά το σχήμα μιαίνω: μίασμα] … Dictionary of Greek
λαθασιά — λαθασιά, ἡ (Μ) φρ. «μὲ λαθασιά» από άγνοια, ακούσια, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λαθαίνω + κατάλ. ασιά (πρβλ. ζεστ ασιά, χορτ ασιά)] … Dictionary of Greek
λαθασμός — λαθασμός, ὁ (AM) λάθος, πλάνη, ακούσιο σφάλμα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά το σχήμα χορταίνω: χορτασμός] … Dictionary of Greek
λαθαστής — λαθαστής, ὁ (Μ) αυτός που εξαπατά, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε τής (πρβλ. χλευασ τής)] … Dictionary of Greek